Το παρόν τεύχος αποτελεί συνέχεια της έρευνα που δημοσίευσε η Τράπεζα Τροφίμων τον Ιανουάριο του 2021 επισιτιστικές ανάγκες γενικού πληθυσμού” (βλέπε εδώ).  Εξετάζει το μέγεθος της επισιτιστικής ανασφάλειας, τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση, τον τρόπο με τον οποίον οι εξελίξεις επηρεάζουν το πρόβλημα.

 

Τα τελευταία δύο χρόνια οι διεθνείς εξελίξεις είναι δυσάρεστες και πρωτοφανείς. Ως συνέπεια αυτών, η επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα και την Ευρώπη αυξάνεται, ενώ παράλληλα γίνονται συζητήσεις για ενδεχόμενη, ευρύτερη επισιτιστική κρίση και πως αυτή θα μπορεί να μετριαστεί.

Τα σενάρια για το μέλλον δεν είναι ευοίωνα. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός επηρεάζει ήδη τις τιμές στα τρόφιμα, οι οποίες θα δουν μεγαλύτερες αυξήσεις καθώς το αυξανόμενο κόστος ενέργειας θα μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή. Έτσι, οι οικογένειες θα πρέπει να διαλέξουν ποιες δαπάνες τους θα καλύψουν. Θα πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος, θα αγοράσουν τρόφιμα, πετρέλαιο θέρμανσης, ή θα καταβάλουν οφειλές προς το κράτος;

Οι ποσότητες τροφίμων παγκοσμίως θα περιοριστούν, χωρίς όμως να δούμε ελλείψεις στην Ευρώπη. Τρόφιμα που κατευθύνονται αυτή την στιγμή σε φτωχότερες περιοχές του κόσμου, θα απορροφηθούν από χώρες τις Ευρώπης, σε υψηλότερες τιμές. Η επισιτιστική ανασφάλεια στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα των ευρωπαϊκών χωρών θα αυξηθεί, ενώ σε άλλες περιοχές της γης η πείνα θα είναι μεγαλύτερη, προκαλώντας -ενδεχομένως- νέες μεταναστευτικές ροές, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, πολιτική αστάθεια, εξεγέρσεις, κλπ.

Η μελέτη όλων αυτών είναι πολύπλοκη και σίγουρα ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες και το αντικείμενο μίας Τράπεζας Τροφίμων. Το παρόν τεύχος αποτυπώνει τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε για την επισιτιστική ανασφάλεια και μαζί καταθέτουμε τον προβληματισμό μας για το μέλλον. Η ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει εμπειρία σε θέματα αλληλεγγύης, υπάρχει ωστόσο και μία συσσωρευμένη κόπωση.

 

Δημήτρης Νέντας

Σύμφωνα με την Eurostat το 12,4 % του πληθυσμού της Ελλάδας βρίσκονταν σε κατάσταση επισιτιστικής ανασφάλειας το 2020. Από τα υπόλοιπα στοιχεία συμπεραίνουμε με ασφάλεια, ότι το ποσοστό αυτό έχει σαφώς αυξηθεί, χωρίς όμως να μπορούμε να εκτιμήσουμε την αύξηση με αριθμητικούς όρους.

Από τις απαντήσεις φαίνεται ότι το πρόβλημα της επισιτιστικής ανασφάλειας έχει τρεις διαστάσεις:

  1. αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν ανάγκη,
  2. αυξάνονται οι ανάγκες κατ’ άτομο, δηλαδή κάποιος που ήδη χρειάζονταν υποστήριξη, τώρα έχει μεγαλύτερη ανάγκη για βοήθεια,
  3. αυξάνεται η δυσκολία για την εύρεση τροφίμων από μέρους των συσσιτίων, που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες.

Και οι τρεις διαστάσεις εντοπίστηκαν στην προηγούμενη έρευνα. Ωστόσο, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε -δυστυχώς- δεν έμειναν στάσιμες, αλλά συνέχισε η αύξησή τους. Πλέον, οι άνθρωποι που απευθύνονται σε ένα συσσίτιο είναι ακόμα περισσότεροι και βρίσκονται σε πιο δύσκολη οικονομική κατάσταση, ενώ τα συσσίτια αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στο έργο τους.

Γενικό συμπέρασμα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας έχει φτωχοποιηθεί έντονα και αναμφισβήτητα απευθύνεται σε συσσίτια ζητώντας υποστήριξη. Είναι άνθρωποι με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα, το οποίο περιορίζεται από διάφορους εξωγενείς παράγοντες (πανδημία, αύξηση του πληθωρισμού, άνοδος των τιμών) και έτσι οι άνθρωποι αυτοί περιορίζουν σε ποιότητα και ποσότητα ακόμα και τα τρόφιμα που αγοράζουν για τις οικογένειές τους, καθώς δεν έχουν περιθώριο για κάποια άλλη επιλογή.